ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΓΑΣΤΡΟΡΡΑΓΙΑ
Η 42χρονη Μάνια αποφάσισε να επισκεφθεί τον ψυχολόγο, μετά από σύσταση του γαστρεντερολόγου της και αφού είχε υποστεί μια σοβαρή γαστρορραγία. Ήταν παντρεμένη μ’ έναν ιδιαίτερα επιτυχημένο μεγαλοεπιχειρηματία και είχε αποκτήσει μαζί του δυο γιους που ήσαν 22 και 20 χρονών.
Ο άντρας της ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερός της. Τον είχε γνωρίσει πολύ μικρή και την είχε εντυπωσιάσει με τον δυναμισμό και την έντονη προσωπικότητά του. Είχαν από κοινού αποφασίσει ότι εκείνη δεν θα εργαζόταν, προκειμένου να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα των παιδιών τους.
Η Μάνια προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια. Είχε ακόμα πέντε αδέλφια, ενώ η ίδια ήταν το τρίτο παιδί κατά σειρά γέννησης. Η μητέρα της περιγραφόταν ως καλή μητέρα, που τους φρόντιζε όλους, όμως δεν είχε χρόνο ν’ ασχοληθεί με τον καθένα χωριστά. Με τα δυο μικρότερα παιδιά της είχε ασχοληθεί περισσότερο, αφού οι υπόλοιποι είχαν πια μεγαλώσει. Ο πατέρας της εργαζόταν ως πωλητής σε μεγάλη εταιρεία, επομένως έλειπε τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας σε ταξίδια ανά την Ελλάδα. Ως άνθρωπος ήταν αυστηρός, αλλά δίκαιος. Τόσο η ίδια όσο και τα αδέλφια της, τον φοβόντουσαν.
Όπως προέκυψε κατά την διαδικασία της ψυχοθεραπείας, η Μάνια αισθανόταν ότι είχε περάσει κατευθείαν από τον πατέρα της στον άντρα της. Από εκεί δηλαδή που ήταν παιδί, είχε γίνει σύζυγος και μητέρα. Εφηβεία δεν είχε περάσει και δεν είχε γίνει γυναίκα. Φοβισμένη ήταν ανέκαθεν και φοβισμένη είχε παραμείνει. Ο άντρας της τής είχε επιβληθεί από την αρχή. Τα πρώτα χρόνια, αυτό την είχε βολέψει, αφού και αυτή δεν είχε το θάρρος να βγει και ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή. Σιγά-σιγά όμως είχε αρχίσει να ασφυκτιά από την υπερβολική παρουσία του άντρα της σε κάθε πτυχή της ζωής τους. Είχε γνώμη για όλα και με τον ήρεμο, αλλά άκαμπτο τρόπο του δεν δεχόταν κανενός είδους αντίρρηση.
Το ίδιο έκανε και με τα παιδιά τους. Τον έβλεπε καθημερινά να τα ευνουχίζει. Τον παρακολουθούσε και έβραζε μη μπορώντας να εξωτερικεύσει την οργή της, από φόβο μήπως: α) βρεθεί στο δρόμο, εφόσον δεν διέθετε κάποια συγκεκριμένα προσόντα που θα της επέτρεπαν να βρει δουλειά, β) τα παιδιά της χάσουν τον πατέρα τους και το καλύτερο μέλλον που μπορούσε να τους προσφέρει. Όλα αυτά λοιπόν που κατάπινε, χωρίς να μπορεί να τα χωνέψει, είχαν βλάψει το στομάχι της. Η μακροχρόνια ψυχοθεραπεία την βοήθησε ν’ αποκτήσει αυτογνωσία, περισσότερη αυτοεκτίμηση και καλύτερες δεξιότητες επικοινωνίας.