Η 52χρονη Μαρία επισκέφθηκε τον ψυχολόγο, μετά από προτροπή του δερματολόγου της, επειδή παρά την μακροχρόνια θεραπεία, εξακολουθούσε να χάνει τα μαλλιά της, τα οποία είχαν πράγματι αραιώσει αρκετά. Εκ πρώτης όψεως, η ζωή της Μαρίας ήταν τακτοποιημένη. Παντρεμένη με δυο γιους, ουδέποτε είχε εργαστεί, αφού είχαν συμφωνήσει με τον άντρα της να μείνει στο σπίτι, προκειμένου να μεγαλώσει τα παιδιά τους.

Η Μαρία προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια και τα παιδικά της χρόνια είχαν υπάρξει μάλλον στερημένα. Στο σχολείο ήταν μέτρια μαθήτρια και γι’ αυτό το λόγο δεν είχε καν σκεφτεί να σπουδάσει. Της άρεσαν όμως πολύ τα βιβλία, γι’ αυτό, μέσα από τα διαβάσματά της, είχε αποκτήσει ευρυμάθεια και μέσα από μεθόδους αυτοδιδασκαλίας είχε μάθει δυο ξένες γλώσσες. Ο άντρας ήταν άνθρωπος χωρίς πολλά ενδιαφέροντα, καλός πατέρας- σύζυγος, φιλότιμος και πολύ εργατικός. Εργαζόταν σε δυο δουλειές, προκειμένου να προσφέρει στην οικογένειά του όλα τα απαραίτητα.

Ήταν εμφανές ότι η Μαρία ήταν μια αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα. Οι γύρω της την θεωρούσαν ως πρότυπο και η ίδια μη θέλοντας πιθανότατα  να αλλοιώσει αυτή την εικόνα, δεν τολμούσε να αναγνωρίσει την ύπαρξη οποιουδήποτε προβλήματος στην προσωπική της ζωή. Όλοι και όλα ήσαν καλά και ίσως αυτό είχε οδηγήσει το γιατρό της σε αδιέξοδο και μου την είχε παραπέμψει. Επειδή ως μόνο πρόβλημα ανέφερε την έλλειψη φίλων, αφού οι παιδικοί της φίλοι είχαν διασκορπιστεί εντός και εκτός Ελλάδος, της πρότεινα να κάνει ομαδική ψυχοθεραπεία.

Πίστευα ότι η δυναμική της ομάδας θα την υποχρέωνε να βγει από το καλούπι του καθωσπρεπισμού της και ως προς αυτό δεν διαψεύστηκα. Όπως λοιπόν προέκυψε, η Μαρία βρισκόταν σε μια διαρκή κατάσταση δυσθυμίας, δηλαδή αρνητικών συναισθημάτων, που δεν έφθαναν στο επίπεδο της κατάθλιψης, και τα οποία κάλυπτε με το αυξημένο αίσθημα του καθήκοντος που την κινητοποιούσε. Όμως ένιωθε ότι είχε μεγαλώσει, ότι κάποια στιγμή θα γινόταν ανήμπορη, όπως ήσαν την συγκεκριμένη στιγμή οι γονείς της. Σαν να μην έφταναν αυτά, αισθανόταν ότι μέχρι τώρα δεν είχε ζήσει τίποτα το σημαντικό, ούτε επρόκειτο, αφού ο άντρας της δεν συμμεριζόταν τις ανησυχίες της. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της έδωσαν να καταλάβει ότι η εσωστρέφεια ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός της και ο καταπνιγμένος θυμός ένα δηλητήριο που κυκλοφορούσε μέσα της.

Μαθαίνοντας να εμπιστεύεται τους άλλους, άρα να μοιράζεται σκέψεις και συναισθήματα μέσα στην ομάδα, συνειδητοποίησε τα κακώς κείμενα της προσωπικής της ζωής. Μεταφέροντας αυτήν την μαθημένη αλλαγή συμπεριφοράς στις σχέσεις της εκτός ομάδας, άρχισε να υπάρχει ως πρόσωπο, δηλαδή να εισακούεται από τους άλλους και είδε την μεν καθημερινότητά της να βελτιώνεται  την δε τριχόπτωση να μειώνεται αισθητά.