Η Ευτυχία, 30 χρονών, γνωρίστηκε με τον ψυχολόγο σε μια ομάδα παλιννοστούντων. Οι γονείς και οι παππούδες της είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ρωσία. Μόνο τα χαρτιά της ήταν Ελληνικά και εκείνο που είχε μεταδοθεί από γενιά σε γενιά ήταν η αγάπη για την Ελλάδα.

Αυτή η αγάπη σε συνδυασμό με το γεγονός της χειροτέρευσης του τρόπου ζωής εκεί, την είχαν φέρει εδώ. Μιλούσε σπαστά Ελληνικά, τα οποία είχε μάθει στην Ρωσία, χωρίς να τα έχει ποτέ διδαχτεί στο σχολείο. Εκεί είχε εργαστεί επί 10 χρόνια ως νοσηλεύτρια. Αναφέρθηκε διεξοδικά στις δυσκολίες του συγκεκριμένου επαγγέλματος που είναι η επαφή με τον ασθενή, τον θάνατο, τα διάφορα προβλήματα.

Την συγκεκριμένη στιγμή ήταν άνεργη και, περιστασιακά, καθάριζε σπίτια, προκειμένου να επιβιώσει. Την ενοχλούσε η έλλειψη σεβασμού του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, το γεγονός δηλαδή ότι «ο Έλληνας νομίζει ότι, επειδή πληρώνει κάποιον, μπορεί να τον κάνει ό,τι θέλει». Επιπλέον, την ενοχλούσε η έλλειψη αγωγής την οποία διαπιστώνει όποιος χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής μεταφοράς, καθώς και η έλλειψη σεβασμού προς τους ηλικιωμένους. Πολύ συχνά εξέφραζε την δυσφορία της για το στερεότυπο που υπάρχει στην Ελλάδα για «την Ρωσίδα ως χορεύτρια ή μπαργούμαν».

Ένα μήνα μετά την έναρξη των συνεδριών άρχισε να μιλάει για το σοβαρότατο πρόβλημα υγείας, το οποίο η ίδια αντιμετώπιζε και δεν επιδεχόταν οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση. Από τα 15 της χρόνια και μετά, είχε περάσει την ζωή της ακούγοντας ότι μπορούσε να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή, ενώ οι γιατροί της είχαν δώσει πιθανότητα 1% να επιβιώσει. Οι γονείς της, στην προσπάθειά τους να την προστατεύσουν είχαν προσπαθήσει να της επιβάλλουν χιλιάδες μη: να μην πάει σχολείο, να μην σπουδάσει, να μην παντρευτεί κλπ. Η ίδια «είχε κάνει όλα όσα δεν έπρεπε και είχε επιβιώσει».

Εξακολουθούσε να την βασανίζει το ενδεχόμενο του επικείμενου θανάτου της και μέσα από την διαδικασία της ψυχοθεραπείας προσπαθούσε να το αποδεχτεί και να συμφιλιωθεί με αυτό. Επίσης η επαφή της με την Ελληνική κουλτούρα είχε εντείνει τα παρανοϊκά της στοιχεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νοσούσε, και φοβόταν συχνά «μήπως της την φέρουν, μήπως της κάνουν κακό, μήπως τελικά την εξαφανίσουν».

Η επεξεργασία αυτών των φόβων, σε συνεργασία με τον ψυχολόγο, την βοήθησε να μάθει να τους διαχειρίζεται, με μακροπρόθεσμο στόχο να τους εξαλείψει. Ήταν αναγκαίο να συνειδητοποιήσει ότι η εξιδανικευμένη εικόνα της Ελλάδας με την οποία είχε περάσει όλη της την ζωή στην Ρωσία δεν υπήρχε.