Η τριανταεξάχρονη Μαργαρίτα επισκέφθηκε τον ψυχολόγο, επειδή τα τελευταία δυο χρόνια ταλαιπωρούνταν από κρίσεις πανικού. Η συγκεκριμένη κατάσταση της δυσκόλευε αφάνταστα την καθημερινότητα. Αρκετές φορές είχε αναγκαστεί να σταματήσει με το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, αφού της ήταν αδύνατο να συνεχίσει, άλλες πάλι ο σύντροφός της αναγκαζόταν να έρθει να την βοηθήσει. Το παραμικρό σωματικό ενόχλημα την ανησυχούσε υπερβολικά και την έκανε να σκέφτεται ότι υπήρχε κίνδυνος να πεθάνει.

Η Μαργαρίτα ήταν η μεγαλύτερη από τρεις αδελφές. Καμία τους δεν είχε παντρευτεί και όλες αντιμετώπιζαν δυσκολίες στον τομέα των προσωπικών τους σχέσεων. Η Μαργαρίτα, ως πρωτότοκη, είχε επωμιστεί μεγαλύτερο βάρος, αφού, σύμφωνα με την αντίληψη των γονιών της, όφειλε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για τις μικρότερες. Ως βρέφος, όπως της είχε μεταφερθεί, ήταν υπερβολικά φιλάσθενη και πολλές φορές τα άτομα του περιβάλλοντός της είχαν ανησυχήσει για την ζωή της. Κατά τα άλλα, ως παιδιά, τους άρεσε να τις ντύνουν με τα ίδια ρούχα, αλλά σε διαφορετικά χρώματα. Από τότε την εκνεύριζε αυτή η ομογενοποίηση, τώρα όμως συνειδητοποιούσε πόσο την είχε βλάψει.

Παρόλα ταύτα, ο τομέας όπου είχε υποστεί την περισσότερη καταπίεση αφορούσε την σχέση της με το σώμα της και το θέμα της σεξουαλικότητας. Στον τομέα αυτό, όπως έλεγε, είχε ένα σωρό απωθημένα. Η μητέρα της ποτέ δεν την είχε εγκρίνει εμφανισιακά και, ενώ ως παιδί την μπούκωνε, μετά προσπαθούσε να της κάνει δίαιτα. Επιπλέον, την προέτρεπε να κρατήσει την παρθενιά της ως το «πολυτιμότερο αγαθό», ενώ της είχε μεταφερθεί ότι: «όποια γυναίκα κάνει σεξ, μένει έγκυος». Υπήρξαν βέβαια και άλλες οδηγίες, όπως: α) η γυναίκα δεν πρέπει να προκαλεί τον άντρα, β) η γυναίκα ευθύνεται για το πώς θα της φερθεί ο άντρας, γ) δεν κάνουμε σχέση με τους φίλους μας, δ) μια γυναίκα δικαιολογείται να κάνει ένα λάθος, αν όμως κάνει δεύτερο, τότε λέγεται «πουτάνα». Η Μαργαρίτα έτρεμε μήπως κάτι δεν πάει καλά και αναγκαστεί να επιστρέψει στους δικούς της. Ακόμα και τώρα, στα 36 της, οι γονείς της δεν ήθελαν να γνωρίσουν τον σύντροφό της λέγοντας: «εάν τον τραπεζώσουμε, θα είναι σαν να δεχόμαστε ότι πηδάει την κόρη μας και αυτό δεν το ανεχόμαστε».

Η ψυχοθεραπεία της υπήρξε μακροχρόνια και την βοήθησε να συνειδητοποιήσει με ποιο τρόπο η ίδια κατασκεύαζε τις συγκεκριμένες κρίσεις. Οι πανικοί άρχισαν σταδιακά να υποχωρούν, όμως επανεμφανιζόντουσαν με την παραμικρή ευκαιρία. Επί μεγάλο χρονικό διάστημα εξακολουθούσε να φοβάται ακόμα και την σκιά της και βέβαια δεν είχε το θάρρος να εκφράσει σκέψεις ή συναισθήματα. Το βάρος ήταν το τελευταίο που κατάφερε να μετριάσει.