Όταν η Θάλεια μου τηλεφώνησε ζητώντας ραντεβού για τον 13χρονο γιο της, ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη. Πίστευε ότι το παιδί της ήταν εξαρτημένο από τον υπολογιστή του, αφού, όποτε τύχαινε να χαλάσει, άρα να μην μπορεί να τον χρησιμοποιήσει, έβγαινε εκτός εαυτού. Δοθέντος ότι το παιδί δεν επιθυμούσε να επισκεφθεί ψυχολόγο, της πρότεινα, αν ήθελε, τουλάχιστον αρχικά, να κλείσει εκείνη κάποιο ραντεβού μαζί μου. Δέχτηκε.

Η Θάλεια ήταν μια γεμάτη, αλλά εμφανίσιμη γυναίκα με ευχάριστο παρουσιαστικό στα τέλη της δεκαετίας των 30. Ήταν παντρεμένη με δυο παιδιά: ένα γιο και μια αρκετά μικρότερη κόρη. Ο γιος ήταν μαθητής της πρώτης γυμνασίου και μέτριος στις επιδόσεις του. Ο άντρας της είχε αποφασίσει πριν από δυο χρόνια να του αγοράσουν ηλεκτρονικό υπολογιστή, προκειμένου το παιδί να αποκτήσει επαφή με την τεχνολογία. Εκείνη το φοβόταν. Είχε διαφωνήσει, αλλά «όπως συνέβαινε συνήθως, εκείνος είχε κάνει του κεφαλιού του».

Η Θάλεια ήταν το τελευταίο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας. Είχε άλλα πέντε αδέλφια. Ο μεγαλύτερος ήταν 55 χρονών. Στα 17 της, εντελώς ξαφνικά, είχε χάσει τη μητέρα της από εγκεφαλικό και αυτό είχε ανατρέψει τη ζωή της. Από εκεί που ήταν μια καλή μαθήτρια, είχε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, αφού θεωρούσε ότι δεν είχε νόημα. Τι είχε καταφέρει η μητέρα της, που τα φρόντιζε όλα με τόση επιμέλεια; Τι είχε προφτάσει να χαρεί; Τελειώνοντας λοιπόν το σχολείο, είχε εργαστεί περιστασιακά σε διάφορες δουλειές, ωσότου γνώρισε τον άντρα της και στα 24 της αποφάσισε να παντρευτεί. Δεν τον είχε ερωτευτεί, όμως της είχε εμπνεύσει εμπιστοσύνη και πίστευε ότι θα ήταν καλός πατέρας. Ως προς αυτό δεν είχε διαψευστεί.

Εκείνος εργαζόταν σε δυο δουλειές, προκειμένου να έχουν μια κάποια οικονομική άνεση. Εκείνη, είχε αναλάβει το σπίτι και τα παιδιά. Όπως προέκυψε μέσα από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, η Θάλεια, χωρίς να το συνειδητοποιεί, είχε οργανώσει τη ζωή και την ύπαρξή της σε απόλυτο συσχετισμό με το τραύμα που της είχε προκαλέσει η απώλεια της μητέρας της. Φοβόταν το ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου δικού της θανάτου, γι’ αυτό φρόντιζε να μην παίρνει τη ζωή πολύ στα σοβαρά. Δεν μπορούσε ν’ αφοσιωθεί σε τίποτα, ούτε στα παιδιά της που  αγαπούσε. Ο γιος της την κατηγορούσε συχνά για αδιαφορία, όμως εκείνη το θεωρούσε ως ένα αθώο πείραγμα.

Μέσα από την αποδοχή του πεπερασμένου των ορίων της, άρα της θνητότητάς της, μπόρεσε: Α) να τοποθετηθεί στη ζωή της ως ενήλικη γυναίκα – μητέρα, Β) να ενδιαφερθεί ουσιαστικά για την οικογένειά της και Γ) να οριοθετήσει πρώτα τον εαυτό της και μετά, με έμμεσο τρόπο, το παιδί τους. Ο νεαρός άρχισε να εγκαταλείπει την αποκλειστική του ενασχόληση με τον υπολογιστή, όταν στράφηκε στον αθλητισμό, όταν ο πατέρας του βρήκε τον χρόνο να αναπτύξει κάποιες κοινές δραστηριότητες μαζί του, με άλλα λόγια, όταν  οι γονείς του τον εισήγαγαν σ’ έναν καινούργιο τρόπο ζωής.