Η Αιμιλία, ετών 21, παντρεμένη και μητέρα ενός αγοριού δύο ετών, παραπέμφθηκε στον ψυχολόγο από τον παθολόγο της, ο οποίος αντιλαμβανόταν την επίδραση που ασκεί ο ψυχισμός του ατόμου στην εκδήλωση και διατήρηση διαφόρων σωματικών ασθενειών.

Η Αιμιλία ήταν το πρώτο από τα τρία παιδιά της πατρικής της οικογένειας. Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο μέχρι την Β΄ Λυκείου, οπότε διέκοψε την φοίτησή της, προκειμένου να παντρευτεί, μετά από γνωριμία έξι μηνών, τον κατά επτά χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό της. Την συγκεκριμένη στιγμή εργαζόταν σε μεγάλη βιοτεχνία και περιέγραφε τις σχέσεις της, τόσο με την πατρική της οικογένεια, όσο και με τον σύζυγό της και τους δικούς του, ως αρμονικές και απόλυτα ικανοποιητικές.

Το μόνο της πρόβλημα ήταν οι ωτίτιδες, οι οποίες την ταλαιπωρούσαν από την παιδική της ηλικία. Όποτε έπαιρνε αντιβίωση, τα συμπτώματα υποχωρούσαν, μόλις όμως τέλειωνε μια θεραπεία, λίγο καιρό μετά, τα συμπτώματα επανερχόντουσαν. Ενδελεχείς ιατρικές εξετάσεις, είχαν αποκλείσει την ύπαρξη οποιουδήποτε οργανικού παράγοντα. Τότε ήταν που ο παθολόγος υποψιάστηκε το ενδεχόμενο ύπαρξης κάποιας ενδοψυχικής σύγκρουσης.

Η ίδια η Αιμιλία, τελειομανής και ιδιαίτερα αγχώδης, προσπαθούσε να προσεγγίσει το πρόβλημά της με την λογική και να βοηθήσει την θεραπεία της, όμως αδυνατούσε να συνδέσει τις επαναλαμβανόμενες ωτίτιδές της με οποιαδήποτε δυσκολία ψυχολογικής φύσεως. Κάποια στιγμή, ένα μήνα μετά την έναρξη της ψυχοθεραπείας της, ξαφνικά, στην μέση κάποιας συνεδρίας, ξέσπασε σε λυγμούς λέγοντας: «Ξέρω γιατί πρέπει να υποφέρω. Έχω βάρος στην συνείδησή μου».

Όπως προέκυψε λοιπόν, όταν ήταν μαθήτρια του δημοτικού, είχε την κακή συνήθεια να είναι μαρτυριάρα και να καταδίδει τις αταξίες των συμμαθητών της στην δασκάλα τους. Την ενδιέφερε πάντα να πρυτανεύει η δικαιοσύνη και η τάξη, όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο «κέρδιζε και την εύνοια της κυρίας».

Πολλά παιδιά είχαν τιμωρηθεί εξαιτίας της, χωρίς όμως ποτέ να μαθευτεί ότι εκείνη ήταν η αιτία. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, όποτε θυμόταν εκείνη την εποχή συνήθιζε να λέει: «θα έπρεπε να μου είχαν ράψει το στόμα ή να μου είχαν βουλώσει τ’ αυτιά για να με σταματήσουν». Από την στιγμή εκείνη και μετά, οι ωτίτιδες σταμάτησαν ως δια μαγείας.

Πίσω από κάθε ασθένεια κρύβεται συχνά μια ιστορία, η αλήθεια της οποίας βρίσκεται μέσα στον λόγο του ασθενούς. Η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υποκαταστήσει την ιατρική, όμως ούτε η ιατρική μπορεί να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε τις εσωτερικές μας διεργασίες και να διαχειριστούμε τις ενοχές μας.