Όταν η 32χρονη Όλγα, μητέρα μιας κόρης 1,5 έτους, σε διάσταση με τον σύζυγό της, επισκέφθηκε τον ψυχολόγο, ήταν άνεργη και περνούσε  αρκετές ώρες της ημέρας στο κρεβάτι. Παρότι η λειτουργικότητά της είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό, η ίδια, όπως έλεγε, δεν ήθελε να «χαπακωθεί», για να βγει από την κατάθλιψη, στην οποία την είχαν βυθίσει διάφορα ατυχή συμβάντα, που αφορούσαν τόσο την προσωπική, όσο  και την επαγγελματική της ζωή.

Υπερβολικά αδύνατη και ατημέλητη, σηκωνόταν από το κρεβάτι μόνο για να έρθει στις συνεδρίες φορώντας τα ρούχα  του σπιτιού. Έκλαιγε συχνά, με το παραμικρό, και δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ήταν δυνατό να βγει από την συγκεκριμένη κατάσταση.

Όπως προέκυψε κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας: α) Η Όλγα ήταν η δευτερότοκη κόρη της οικογένειας, τρία χρόνια μικρότερη από την αδελφή της, που ήταν το παιδί θαύμα της οικογένειας τα οποίο απολάμβανε την αδυναμία και το θαυμασμό των γονιών τους. Η Όλγα είχε υπάρξει πολύ καλή μαθήτρια, όχι όμως άριστη. Ήταν η χαριτωμένη της οικογένειας, όμως αυτό δεν είχε κάποια ιδιαίτερη αξία για τους δικούς της, β) είχε περάσει με την πρώτη στη σχολή της πρώτης επιλογής της, αλλά και αυτό είχε χάσει την αξία του, εφόσον η πρωτότοκη είχε περάσει τρίτη στη δική της σχολή, γ) ως έφηβη, αλλά και αργότερα ως φοιτήτρια είχε πολλούς θαυμαστές, όμως η ίδια, ενώ φλέρταρε πολύ, έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται για τη δημιουργία μιας πιο σοβαρής σχέσης. Την ενδιέφερε να πάρει το πτυχίο της με πολύ καλό βαθμό και να αποκτήσει επιπλέον προσόντα, αφού προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Πίστευε ότι όλες οι επιτυχίες της ήσαν προϊόν μεγάλου κόπου, δ) κόντευε πια τα 30, όταν είχε γνωρίσει τον μέλλοντα σύζυγό της. Είχε μείνει έγκυος, κατά λάθος, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Είχαν συμφωνήσει από κοινού να κρατήσουν το παιδί και να παντρευτούν. Η εμπειρία της συγκατοίκησης του ζευγαριού ήταν οδυνηρή. Η Όλγα είχε ζητήσει από τον άντρα της να φύγει από το σπίτι, ένα χρόνο μετά τη γέννηση του παιδιού τους. Γρήγορα το είχε μετανιώσει, όμως εκείνος είχε πληγωθεί και ήταν ανένδοτος, ε) η Όλγα ήταν ιδιαίτερα νευρική και ευέξαπτη, όπως η μητέρα της. Είχε συσσωρεύσει πολύ θυμό στη διάρκεια της ζωής της. Όποτε θύμωνε, δεν ήξερε τι έλεγε. Θεωρούσε τον εαυτό της αδικημένο, τόσο εξαιτίας της ταπεινής καταγωγής της, όσο και εξαιτίας των  διακρίσεων ων γονιών της σε βάρος της.

Η επεξεργασία των διαφόρων αρνητικών βιωμάτων της καθώς και των συνακόλουθων  συναισθημάτων την βοήθησαν να σηκωθεί από το κρεβάτι, να αναζητήσει, αλλά και να βρει μια ενδιαφέρουσα δουλειά πάνω στο αντικείμενό της. Με άλλα λόγια, έμαθε ν’ αναγνωρίζει, και να διαχειρίζεται καλύτερα τα καταθλιπτικά της συναισθήματα. Το γεγονός ότι εγκατέλειψε την θεραπευτική προσπάθεια μόλις ένιωσε καλύτερα και αποκαταστάθηκε επαγγελματικά δεν της επέτρεψε να τροποποιήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τη στάση και τη συμπεριφορά της. Η Όλγα παρέμεινε νευρική και ευέξαπτη, όπως και η μητέρα της, τόσο στη σχέση της με τους το παιδί της, όσο και στις σχέσεις της με τους τρίτους.

Όλοι μας, ως γονείς, έχουμε την τάση να επαναλαμβάνουμε το μόνο γνωστό μοντέλο που έχουμε, δηλαδή αυτό της σχέσης μας με τους γονείς μας. Η κλινική μου εμπειρία δείχνει ότι η συγκεκριμένη επανάληψη διακόπτεται μέσω της ψυχοθεραπείας, αλλά αυτό απαιτεί χρόνο!!