Η 65χρονη Τασία επισκέφθηκε τον ψυχολόγο, επειδή δυσκολευόταν να αποδεχθεί την διάγνωση της ύπαρξης ψυχωτικής συνδρομής στον μοναχογιό της. Ο 37χρονος Ηλίας είχε νοσήσει πριν από δυο χρόνια, εντελώς ξαφνικά, μετά τα τέλος μιας σύντομης, αλλά πολύ έντονης ερωτικής σχέσης, η οποία είχε λήξει με πρωτοβουλία της συντρόφου του.

Τότε, εκτός από την συναισθηματική κατάρρευση, είχε αρχίσει να εμφανίζει διάφορες παραληρητικές ιδέες, οι οποίες είχαν αιφνιδιάσει και τρομάξει τους δικούς του. Τότε το γονεϊκό ζευγάρι, με πρωτοστατούσα την Τασία, είχε αγωνιστεί, προκειμένου το παιδί τους να μην νοσηλευτεί, πράγμα το οποίο επετεύχθη με την συνεργασία ενός ψυχιάτρου. Όμως, ο Ηλίας δεν ήθελε να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του γιατρού και η Τασία είχε κάνει αγώνα, προκειμένου να τον πείσει να παίρνει την φαρμακευτική του αγωγή.

Στη συνέχεια, είχε αρχίσει ο αγώνας, προκειμένου ο Ηλίας να σηκωθεί από το κρεβάτι, με άλλα λόγια να βγει από την απραξία και να βρει πάλι κάποιο νόημα ζωής. Η Τασία είχε προσπαθήσει να βάλει κάποιο πρόγραμμα στην καθημερινότητά του. Του είχε ζητήσει να αναλάβει κάποιες από τις οικογενειακές υποχρεώσεις, όσες αφορούσαν τις εξωτερικές εργασίες. Ο Ηλίας, μετά από κάποιο διάστημα,  τις εκτελούσε, αλλά κάπως μηχανικά, σαν να έπαιζε ένα ρόλο. Όσο ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του μοναχογιού της δεν βελτιωνόταν θεαματικά, τόσο φούντωναν τα καταθλιπτικά συναισθήματα, αλλά και ο θυμός της Τασίας.

Το παιδί που είχε απέναντί της, δεν ήταν ο γιος που γνώριζε. Καλούνταν, όπως έλεγε, να δημιουργήσει μια καινούργια σχέση μ’ έναν άγνωστο. Θύμωνε μαζί του, επειδή είχε τόσο αργούς ρυθμούς. Θύμωνε, επειδή έχανε μεγάλο μέρος της προσωπικής της ζωής στην προσπάθειά της να τον φροντίσει. Ένιωθε ότι δεν είχε πολλά χρόνια μπροστά της για να ζήσει με τον άντρα της, ενώ παράλληλα ανησυχούσε για τη δική του τύχη μετά τον δικό τους θάνατο. Επίσης, ένιωθε ενοχές, επειδή τόσα χρόνια δεν είχε καταλάβει τίποτα και αναρωτιόταν αν τα πράγματα θα είχαν εξελιχτεί καλύτερα σε περίπτωση που το είχαν ανακαλύψει νωρίτερα.

Μέσα από την διαδικασία της ψυχοθεραπείας κατάφερε να: α) γνωρίσει τη φύση της παθολογίας του γιου της, επομένως να γνωρίζει τι μπορούσε να περιμένει από εκείνον και τι όχι, β) αποβάλλει τις ενοχές της, εφόσον ως μη ειδικός, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει διάγνωση, γ) επεξεργαστεί το θυμό και τα καταθλιπτικά συναισθήματα που της είχε προκαλέσει η διάψευση των προσδοκιών της σε σχέση με το παιδί της.