Ο ψυχολόγος γνωρίστηκε με την Ευτέρπη στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπου εκείνη νοσηλευόταν οικειοθελώς για μείζονα κατάθλιψη με κλινοφιλία, έλλειψη οποιουδήποτε ενδιαφέροντος, αϋπνίες, αυτομομφές, έλλειψη ελπίδας . Είχε την φήμη δύσκολης ασθενούς και κανείς δεν ήθελε να την αναλάβει. Το γεγονός ότι εκείνος την ανέλαβε κατόπιν προτροπής του ψυχιάτρου, άρα δεν υπήρχε εκ μέρους της κάποιο σαφές αίτημα, δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

Η Ευτέρπη ήταν 56 ετών, γόνος αγροτικής οικογένειας, το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά. Ο πατέρας της ήταν θρησκόληπτος, αυστηρός σε θέματα ηθικής. Η μητέρα της ήταν αγράμματη, χαμηλών τόνων, υπέφερε από πονοκεφάλους και ζούσε στον κόσμο της μη γνωρίζοντας με ποιο τρόπο να συμπεριφερθεί στα παιδιά της. Παντρεύτηκε τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό της επειδή «υπέκυψε στις διαταγές του πατέρα της». Ήταν εργατικός και φρόντιζε την οικογένεια, «όμως ποτέ δεν την κατάλαβε και δεν θέλησε να πάνε κάποια εκδρομή μαζί, να ξεφύγουν από την ρουτίνα».   Επίσης είχε διάφορα προβλήματα υγείας για τα οποία αδιαφορούσε και εκείνη πίστευε ότι: «Μεγαλώνουμε και πρέπει να συμφιλιωθούμε με τον πόνο. Δεν υπάρχει τίποτα το ευχάριστο να περιμένουμε».

Όπως προέκυψε από την ψυχοθεραπεία: α) «ποτέ δεν σκέφτηκε να κάνει κάτι για τον εαυτό της. Χαιρόταν να φροντίζει την οικογένεια», β) «δεν είχε κανένα στόχο. Τα άφηνε όλα στην τύχη, άφηνε τα πράγματα να παίρνουν τον δρόμο τους», γ) τα δυο επεισόδια μείζονος κατάθλιψης ήταν στενά συνδεδεμένα με την ζωή της. Το πρώτο σε συνέχεια της γεροντικής κατάθλιψης του πατέρα της, με τον οποίο είχε ταυτιστεί. Το δεύτερο, λόγω της αποχώρησης από το σπίτι του γιου της, που ήταν το στήριγμά της και της θύμιζε, σε πολλά σημεία του χαρακτήρα του,  τον πατέρα της. Επομένως, πολλοί παράγοντες της καθημερινότητάς της ευνοούσαν την εγκατάσταση της συγκεκριμένης νόσου.

Δεδομένου ότι η Ευτέρπη δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στο σπίτι της, η κατάθλιψη αποτελούσε γι’ αυτήν ένα μέσο, δηλαδή μια βολική δικαιολογία για την παραμονή της στο νοσοκομείο. Στην ουσία αρνιόταν να θεραπευτεί και εμφάνιζε αυτό που λέμε «αρνητική θεραπευτική αντίδραση». Πιο συγκεκριμένα, όποτε ο ψυχολόγος της έλεγε ότι την έβλεπε καλύτερα, έκανε οτιδήποτε περνούσε από το χέρι της για να του αποδείξει το αντίθετο.

Πολλά χρόνια μετά, ο ψυχολόγος πληροφορήθηκε από συναδέλφους του που συνέχιζαν να εργάζονται στο συγκεκριμένο νοσηλευτικό ίδρυμα, ότι η Ευτέρπη έγινα «ως δια μαγείας καλά», μετά τον θάνατο του άντρα της.