ΑΝΥΠΑΝΤΡΗ ΜΗΤΕΡΑ
Η Ρίτσα, ετών 36, ανύπαντρη μητέρα μιας κόρης 4 ετών, επισκέφθηκε τον ψυχολόγο, επειδή πίστευε «ότι δεν μπορούσε να αναθρέψει σωστά την κόρη της». Έκλαιγε συνέχεια, θεωρούσε ότι «τα είχε κάνει θάλασσα στην προσωπική της ζωή, ενώ λόγω της κατάθλιψής της, είχε χάσει πολλούς από τους φίλους της».
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μεγάλη επαρχιακή πόλη, στην οποία εξακολουθούσαν να ζουν οι γονείς της και ο μεγαλύτερος αδελφός της. Στα 17 της, έχασε τον παππού της, με τον οποίο διατηρούσε πολύ στενή σχέση. Δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να διαχειριστεί την συγκεκριμένη απώλεια, αντιμετώπισε διάφορα δερματολογικά προβλήματα, έπεσε η απόδοσή της στο σχολείο και απέτυχε στις πανελλήνιες εξετάσεις.
Στην συνέχεια, εργάστηκε ως πωλήτρια σε διάφορα μαγαζιά της πόλης της και στα 24 της, όταν αποφάσισε να σπουδάσει σε ιδιωτική σχολή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδαζε και εργαζόταν παράλληλα. Τον καιρό της ψυχοθεραπείας της εργαζόταν σε δυο δουλειές.
Λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή της, γνώρισε τον Τάκη, ο οποίος ήταν χωρισμένος και πατέρας δυο παιδιών. Από τον έρωτά τους προέκυψε η κόρη τους. Τους 3-4 πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης, ο Τάκης της συμπαραστεκόταν. Μετά δήλωσε ότι δεν ήθελε το παιδί και απομακρύνθηκε, για να επανέλθει ένα μήνα μετά την γέννησή του και να το αναγνωρίσει. Εν τω μεταξύ η Ρίτσα είχε πικραθεί αφάνταστα από την στάση του, γι’ αυτό, όπως συνειδητοποιούσε τώρα, η συμπεριφορά της απέναντί του ήταν αλλοπρόσαλλη.
Πιο συγκεκριμένα, δεν ενθάρρυνε την επικοινωνία της κόρης με τον πατέρα, επειδή πίστευε ότι θα παντρευόταν έναν παιδικό της φίλο, ο οποίος φερόταν στο παιδί σαν πατέρας. Μόλις διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να τα βρει μαζί του, αποφάσισε να συσφίξει τις σχέσεις πατέρα- κόρης, όμως δεν κατάφερνε να επικοινωνήσει μαζί του μέσω διαλόγου, παρά μόνο μέσω τελεσιγράφων, τα οποία τον τρόμαζαν, επειδή ένιωθε ότι παραβίαζαν τα προσωπικά του όρια.
Μέσα από την διαδικασία της ψυχοθεραπείας η Ρίτσα κατάφερε να αναγνωρίσει τον βιολογικό πατέρα του παιδιού της, αντί να αναζητά υποκατάστατα και να παίζει παιχνίδια εις βάρος του και εις βάρος του παιδιού τους. Όσον αφορά την σχέση της με τον Τάκη, συνειδητοποίησε ότι ποτέ δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους ουσιαστική επικοινωνία, αφού άλλα έλεγε ο ένας και άλλα κατανοούσε ο άλλος. Η σχέση είχε λήξει με το τέλος του έρωτα.
Η επεξεργασία : α)του πένθους, λόγω της συγκεκριμένης απώλειας, β) των ενοχών λόγω του στίγματος της ανύπαντρης μητέρας, μείωσαν την ανάγκη της για τιμωρία του Τάκη, προς όφελος της κόρης της, αλλά και της ίδιας .