Η Λιάνα, ετών 43, πωλήτρια, χωρισμένη με μια κόρη 16 ετών, κατάφερε να επισκεφθεί τον ψυχολόγο, αφού κέρδισε κάποιο χρηματικό ποσό σε λαχείο. «Πάντα ήθελε να κάνει δουλειά με τον εαυτό της, αλλά δεν ήξερε αν μπορούσαν ν’ αλλάξουν γι’ αυτήν τα πράγματα».

Έκλαιγε, ήταν μπερδεμένη, θεωρούσε την ιστορία της πολύπλοκη και δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει. Υπέφερε από ένα γενικότερο αίσθημα κόπωσης. Το καταθλιπτικό της συναίσθημα ήταν έντονο και το μετέδιδε. Η ανάγκη της για αποδοχή έκδηλη, οι αμφιβολίες της πολλές, μονίμως σε θέση άμυνας ή έτοιμη να επιτεθεί, όποτε υποψιαζόταν ότι κάποιος επιχειρούσε να την αμφισβητήσει. Με δυο λόγια: η συμπεριφορά της, άλλοτε θύμιζε ηλικιωμένο άτομο και άλλοτε έφηβη.

«Οι γονείς της δούλευαν στο ίδιο εργοστάσιο, σε διαφορετική βάρδια. Θυμόταν ότι έτρωγε πολύ ξύλο από την μητέρα της και πολλές φορές δεν καταλάβαινε γιατί την χτυπούσε». Όταν δεν έκανε τις δουλειές του σπιτιού, όπως εκείνη, τότε άρχιζε να την χτυπάει και να την αποκαλεί «τεμπέλα, ανίκανη και ανάξια». Στην οικογένειά της «υπήρχε μητριαρχία και η μητέρα της την σταμάτησε από το σχολείο στα 13 της, επειδή δεν ήταν καλή μαθήτρια».

Γνώρισε τον άντρα της στον δρόμο και δέχτηκε να πάει μαζί του για καφέ, αφού αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να ξεφύγει από τους δικούς της. Ως παντρεμένη δεν δούλευε, γιατί δεν το ήθελε ο άντρας της. Όταν εκείνος άφησε τη δουλειά του, εκείνη άρχισε να εργάζεται ως πωλήτρια. Οι οικονομικές δυσκολίες, τους οδήγησαν σε διαφωνίες, ενώ οι «περίεργες», μάλλον διαστροφικές απαιτήσεις του στο σεξ, έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει και την Λιάνα να του ζητήσει διαζύγιο, πράγμα που δεν της συγχώρησε ποτέ η μητέρα της, η οποία απαιτούσε από την κόρη της «να κάνει την ίδια θυσία με εκείνην και να παραμείνει με τον άντρα της».

Μέσα από την διαδικασία της ψυχοθεραπείας, η Λιάνα μπόρεσε να αναγνωρίσει την ανάγκη της να αναφέρεται διαρκώς «στον μπαμπά της και την μαμά της». Αυτό συνέβαινε, επειδή η μητέρα της τής έλεγε διαρκώς ότι δεν θα τα καταφέρει, σε σημείο που και η ίδια είχε αρχίσει πλέον να το πιστεύει. Στη συνέχεια κατάφερε να μετριάσει την τάση της: α) να αποδίδει στους άλλους όλες τις ευθύνες για τα κακώς κείμενα της προσωπικής της ζωής και β) να αντιμετωπίζει με επιείκεια τον εαυτό της, βρίσκοντας πάντα δικαιολογίες για τις απερισκεψίες και τα λάθη της.