ΑΙΣΘΗΜΑ ΚΕΝΟΥ
Ο 35χρονος Βασίλης, γόνος εύπορης οικογένειας, φαινομενικά άξιος διάδοχος του πατέρα του στις οικογενειακές επιχειρήσεις, επισκέφθηκε τον ψυχολόγο, επειδή τον βασάνιζε ένα αφόρητο αίσθημα κενού. Όπως έλεγε, ο εαυτός του ήταν χωρισμένος στα δυο: στον Βασίλη-επαγγελματία, τον οποίο θεωρούσε επιτυχημένο και τον Βασίλη- άντρα, ο οποίος ένιωθε ότι δεν ταίριαζε με καμία γυναίκα και ότι καμία δεν μπορούσε να του τραβήξει το ενδιαφέρον για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο Βασίλης ήταν μοναχογιός και μοναχοπαίδι. Οι γονείς του είχαν φροντίσει με τον καλύτερο τρόπο όλα όσα αφορούσαν την εκπαίδευση και γενικότερα τη διαπαιδαγώγησή του. Από μικρός, είχε πάει στα καλύτερα σχολεία και είχε τους καλύτερους δασκάλους στο σπίτι. Εννοείται ότι δεν του είχαν λείψει και τα πάσης φύσεως υλικά αγαθά ή ταξίδια.
Είχε μάθει να τα έχει όλα στο χέρι προτού καν τα επιθυμήσει. Εκείνο όμως που, όπως συνειδητοποιούσε, είχε στερηθεί ήταν η φυσική παρουσία των γονιών του. Ακόμα και στη διάρκεια των κοινών ταξιδιών τους, ο Βασίλης περνούσε αρκετό χρόνο με την εκάστοτε δασκάλα του, όταν οι γονείς του ήσαν απορροφημένοι από διάφορες κοινωνικές ή επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Όπως προέκυψε από την επεξεργασία των διαφόρων βιωμάτων του: α) ο Βασίλης θεωρούσε ότι ήταν σημαντικός για τους γονείς του, περισσότερο ως συνεχιστής του ονόματός τους και λιγότερο ως άτομο, β) ήταν υπερβολικά απασχολημένος με τον εαυτό του και τα συναισθήματά του προς τους τρίτους ήσαν μάλλον ρηχά, γ) δεν μπορούσε να μπει στη θέση των άλλων και να αναγνωρίσει τα θέλω ή τις ανάγκες τους, δ) οι περισσότερο μακροχρόνιες σχέσεις του ήσαν εκείνες με γυναίκες οι οποίες του εξέφραζαν έντονο θαυμασμό, άρα εισέπραττε ότι τον αποδεχόντουσαν σε μεγάλο βαθμό και τον πρόσεχαν, ε) οι εκτιμήσεις του, τόσο για τους άλλους, όσο και για τον εαυτό του κινούνταν ανάμεσα στην εξιδανίκευση και την υποτίμηση, στ) στις συνεργασίες του ήταν εξαιρετικά απαιτητικός, με έντονες εκρήξεις οργής, ενώ δεν δεχόταν κανενός είδους κριτική, ζ) φαινομενικά αδιάφορος, παρότι ορισμένες φορές ντρεπόταν για τον εαυτό του, δεν ήθελε να δείξει ότι εξαρτάται από τους άλλους, αφού είχε μάθει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αξιοκαταφρόνητο.
Ο θεραπευτής του χρειάστηκε να εξαντλήσει μαζί του όλη του την υπομονή στη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας του, πρώτα σε ατομικό επίπεδο και μετά σε ομάδα. Τελικά, ο Βασίλης εγκατέλειψε την συνεχή διάθεση κριτικής. Άρχισε να αποδέχεται ευκολότερα τους άλλους και να τους αγαπά χωρίς να χρειάζεται να τους εξιδανικεύει. Παράλληλα, έμαθε να εκφράζει τα συναισθήματά του με πιο αυθεντικό τρόπο, χωρίς να ντρέπεται.