Ο 38χρονος Στάθης, ανύπαντρος, ιστορικός τέχνης, αποφάσισε να επισκεφθεί τον ψυχολόγο, προκειμένου να πάψει να νιώθει απομονωμένος και με στόχο να υπερνικήσει τη συστολή του, κυρίως απέναντι στις γυναίκες, αλλά και γενικότερα στις κοινωνικές του συναναστροφές. Λεπτός και μικροκαμωμένος, έμοιαζε να χάνεται μέσα στην πολυθρόνα, ενώ τα γενικότερα εκφραστικά του μέσα ήσαν μάλλον φτωχά ή περιορισμένα. Έδινε την εντύπωση ατόμου ασυνήθιστα πράου και ευγενούς.

Επί αρκετό χρονικό διάστημα ήταν μάλλον ολιγόλογος έως και σιωπηλός στη διάρκεια των συνεδριών, γι’ αυτό το λόγο και ο θεραπευτής του, σεβόμενος τον ρυθμό του, δεν το πίεζε για πρόωρες αποκαλύψεις.

Ο Στάθης, μοναχογιός και μοναχοπαίδι, είχε χάσει τη μητέρα του πολύ νωρίς, προτού κλείσει τα δυο του χρόνια, από ανακοπή καρδιάς. Η ξαφνική απώλειά της είχε βυθίσει τον πατέρα του, αρχικά σε μεγάλο πένθος, ενώ λίγο καιρό αργότερα τον είχε οδηγήσει στην αυτοκτονία. Η εκ μητρός γιαγιά του είχε αναλάβει το μεγάλωμά του, με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει.

Η συγκεκριμένη γιαγιά, φιλότεχνη και καλλιεργημένη, τον είχε μυήσει στη μαγεία της τέχνης και αυτό, όπως έλεγε, της το χρωστούσε. Ήταν συνεχώς κοντά του ως φυσική παρουσία, ήρεμη και γλυκομίλητη, πάντα τυπική στις υποχρεώσεις της, αλλά κατά διαστήματα αποσυρμένη, όταν τα καταθλιπτικά της συναισθήματα υπερτερούσαν και η μετουσίωση μέσω της τέχνης δεν κατάφερνε να την βγάλει από το συναισθηματικό της αδιέξοδο. Είχε λοιπόν συνηθίσει, κατά κάποιο τρόπο, να ζει και μόνος του κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία και είχε καταλήξει στο εξής παράδοξο: ενώ ένιωθε μοναξιά και λαχταρούσε την ανθρώπινη επαφή, φοβόταν την εισβολή των τρίτων στον προσωπικό του χώρο.

Όσον αφορά τη σχέση του με τις γυναίκες, δυσκολευόταν να τις προσεγγίσει και απορούσε βλέποντας με πόση ευκολία οι συνομήλικοί του μπορούσαν να το κάνουν. Συνήθως γοητευόταν από γυναίκες, τις οποίες του ήταν αδύνατο να κατακτήσει, ενώ όσες έδειχναν διαθέσιμες, τον άφηναν μάλλον αδιάφορο.

Μέσα από την διαδικασία της ψυχοθεραπείας, μπόρεσε να εκφράσει και να επεξεργαστεί τόσο το αίσθημα εγκατάλειψης- απόρριψης που είχε νιώσει απ’ όλους, τουλάχιστον σε κάποιο ποσοστό, όσο και τα έντονα καταθλιπτικά του συναισθήματα και εμπιστευόμενος τον θεραπευτή του, να βγει από τη μυστικοπάθειά του. Συνειδητοποίησε επίσης με ποιο τρόπο κράταγε τις γυναίκες μακριά συντηρώντας την επιθυμία του ανέφικτη και τρεφόμενος από την έλλειψη. Όσο περισσότερο εκφραζόταν, τόσο άρχιζαν να αποκτούν υπόσταση ο ίδιος και τα προσφιλή του πρόσωπα. Η συναισθηματική του απομάκρυνση δεν ήταν παρά μια άμυνα που μπορούσε να υπερνικηθεί.