Η 53χρονη Βάσω, παντρεμένη και μητέρα δυο μεγάλων παιδιών, επισκέφθηκε τον ψυχολόγο επειδή, όπως έλεγε, διαισθανόταν ότι, προκειμένου να ακολουθήσει τη διατροφή που της είχε συστήσει ο διαιτολόγος της, χρειαζόταν τη βοήθειά του. Τα τελευταία χρόνια είχε πάρει γύρω στα 15 κιλά, είχε αλλάξει τρεις διαιτολόγους, αλλά δεν είχε καταφέρει ποτέ να φθάσει το στόχο της. Ανεγνώριζε ότι η δυσκολία ήταν δική της και δεν οφειλόταν σε λάθος των συγκεκριμένων ειδικών.

Η Βάσω ήταν μια ψηλή και γοητευτική γυναίκα με γυμνασμένο σώμα. Τόσο εκείνη, όσο και  άντρας της αγαπούσαν την άθληση, την κίνηση και τη ζωή κοντά στη φύση. Εκείνος της έλεγε ότι ήταν υπερβολική με τον εαυτό της και ότι δεν είχε κανένα λόγο να βασανίζεται, αφού το σώμα της παρέμενε αρμονικό. Εκείνη όμως επέμενε στην άποψή της.

Ήταν η πρωτότοκη από τρεις κόρες. Επιμελής, δυναμική και οργανωτική, είχε κάνει καλές σπουδές και εργαζόταν ως ελεύθερος επαγγελματίας. Θεωρούσε την μητρότητα ως τον πιο σημαντικό της ρόλο, γι’ αυτό κατάφερνε να βρίσκει πάντα χρόνο για τα παιδιά της.

Όπως προέκυψε κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας: α) Η Βάσω θεωρούσε το καλό της σώμα ως στοιχείο της ταυτότητάς της. Όταν ήταν νεότερη, την ρωτούσαν αν είχε κάνει χορό ή αθλητισμό. Είχε καταφέρει να διατηρήσει τη σφριγηλότητα και την καλή φυσική της κατάσταση, αλλά η σχετική αλλοίωση της εικόνας της τής προκαλούσε καταθλιπτικά συναισθήματα, β) οι θάνατοι δυο συνομήλικων φίλων της, η επιβάρυνση της υγείας κάποιων άλλων λίγο μεγαλύτερων και η σωματική παρακμή σε συνδυασμό με την ψυχοσυναισθηματική επιβάρυνση των υπολοίπων την επηρέαζαν επίσης αρνητικά, γ) οι γονείς της είχαν πια μεγαλώσει και, παρότι είχαν σχετικά καλή υγεία, τα σημάδια από τη φθορά του χρόνου ήσαν πλέον εμφανή, δ) αγαπούσε τους παλιούς της φίλους, αλλά ένιωθε ότι με αρκετούς από αυτούς δεν μπορούσε πια να συνεννοηθεί, ε) τέλος, την στενοχωρούσε η γενικότερη παρακμή της Ελλάδας και «η αβάσταχτη νεοελληνική κενότητα» ορισμένων συμπολιτών της.

Τα συναισθήματα και οι σκέψεις της Βάσως δεν ήσαν παθολογικά. Το γεγονός ότι διέθετε τον απαιτούμενο αυτοσεβασμό, την είχε βοηθήσει να κρατήσει το βάρος της σε αξιοπρεπή επίπεδα, παρότι είχε την τάση να «γλυκαίνει» τον εαυτό της με λιχουδιές, προκειμένου να αμβλύνει τη θλίψη της. Στο πρόσωπο του θεραπευτή της βρήκε αρχικά έναν πρόθυμο και ισότιμο ακροατή. Αργότερα, μέσα από τη συμμετοχή της στην ομάδα διαπίστωσε ότι δεν ήταν μόνη, αφού παρόμοια υπαρξιακά θέματα αντιμετώπιζαν και οι υπόλοιποι.